μακροβιότης

μακροβιότης
μακροβιότης
longevity
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μακροβιότητα — μακροβιότης longevity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροβιότητας — μακροβιότης longevity fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροβιότητι — μακροβιότης longevity fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροβιότητος — μακροβιότης longevity fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροβιότητα — η (AM μακροβιότης) [μακρόβιος (I)] η ιδιότητα τού μακρόβιου, η μεγάλη διάρκεια ζωής, η μακροζωία …   Dictionary of Greek

  • ԵՐԿԱՅՆԱԿԵՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0688 Chronological Sequence: 6c, 11c գ. μακροβίωσις, μακροβιότης vita longaeva Երկայնակեացն գոլ. երկարութիւն կենաց. երկարատեւութիւն. *Երկայնակեցութեան պարգեւօք պսակէ զկենդանին. Պիտ.: *Առողջութիւնք մարմնոց ... եւ երկայնակեցութիւն ամաց.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”